ραβδομάχος

ραβδομάχος
ο, Ν
1. αυτός που μάχεται χρησιμοποιώντας ράβδο
2. αυτός που ασκείται στη ραβδομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + -μάχος (< μάχομαι*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραβδομαχία — η / ῥαβδομαχία, ΝΑ είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία νεοελλ. (γενικά) συμπλοκή με ραβδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *ῥαβδομάχος (πρβλ. μονο μαχία, πυγ μαχία)] …   Dictionary of Greek

  • ραβδομαχώ — έω, Ν 1. συμμετέχω σε συμπλοκή που διεξάγεται με ραβδιά 2. ασκούμαι στη ραβδομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδομάχος. Το ρ. στη μτχ. ραβδομαχοῦντες μαρτυρείται από το 1887 στον Ρ. Δημητριάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”